αποταυρούμαι

αποταυρούμαι
ἀποταυροῡμαι (-όομαι) (Α)
1. κοιτάζω άγρια όπως ο ταύρος
2. μεταμορφώνομαι σε αγελάδα (για την Ιώ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”